πιθανολογία

πιθανολογία
η
1. συζήτηση, γνώμη για το πιθανό, το ενδεχόμενο ενός πράγματος.
2. γνωσιολογική θεωρία που παραδέχεται πως μόνο με πιθανότητα μπορούμε να μιλάμε για την απόλυτη αλήθεια.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • πιθανολογία — πιθανολογίᾱ , πιθανολογία use of probable arguments fem nom/voc/acc dual πιθανολογίᾱ , πιθανολογία use of probable arguments fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πιθανολογίᾳ — πιθανολογίαι , πιθανολογία use of probable arguments fem nom/voc pl πιθανολογίᾱͅ , πιθανολογία use of probable arguments fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πιθανολογία — η, ΝΑ [πιθανολογώ] 1. πιθανολόγημα, λόγος ή γνώμη που στηρίζεται σε πιθανότητες 2. συνεκδ. υπόθεση, εικασία, εικοτολογία …   Dictionary of Greek

  • πιθανολογίας — πιθανολογίᾱς , πιθανολογία use of probable arguments fem acc pl πιθανολογίᾱς , πιθανολογία use of probable arguments fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πιθανολογίαν — πιθανολογίᾱν , πιθανολογία use of probable arguments fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πιθανολογιῶν — πιθανολογία use of probable arguments fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πιθανολογίαις — πιθανολογία use of probable arguments fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πιθανολογικός — ή, όν, Α [πιθανολογία] 1. αυτός που αναφέρεται στην πιθανολογία 2. φρ. «πιθανολογική τέχνη» η τέχνη τού να πιθανολογεί κανείς, τού να μεταχειρίζεται ευλογοφανή επιχειρήματα (Αρριαν.) …   Dictionary of Greek

  • уветливословие — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;}  сущ. (πιθανολογία) увещание, убеждение …   Словарь церковнославянского языка

  • -λογία — (AM λογία) β συνθετικό αφηρημένων θηλυκών ονομάτων που σχηματίστηκαν από ονόματα σε λόγος ή από ρ. σε λογώ και ανάγονται στο ρ. λέγω είτε με τη σημασία τού «μιλώ», άρα και τού «ασχολούμαι με κάτι» (πρβλ. αερολογία, ευφυολογία, φιλολογία), είτε με …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”